ΜΑΡΘΑ Η πρώτη μέρα ήταν Κυριακή. Γύρω στις πέντε και δέκα το απόγευμα. Μετά τη λειτουργία, την ομιλία του πρεσβύτερου αδελφού, τις ομολογίες κάποιων νέων στην εκκλησία… δεν έμεινε για το γεύμα. Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Έφτασε έξω από την κλειστή...
More
ΜΑΡΘΑ Η πρώτη μέρα ήταν Κυριακή. Γύρω στις πέντε και δέκα το απόγευμα. Μετά τη λειτουργία, την ομιλία του πρεσβύτερου αδελφού, τις ομολογίες κάποιων νέων στην εκκλησία… δεν έμεινε για το γεύμα. Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Έφτασε έξω από την κλειστή πόρτα με την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Ακόμη δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τι προσπαθούσε να κάνει και που είχε βρει το θάρρος. λη την εβδομάδα προσευχόταν στον Κύριο να της δώσει δύναμη και λίγο πριν φύγει από την εκκλησία είχε προσευχηθεί ξανά. μως τώρα που βρισκόταν έξω από την κλειστή πόρτα αυτού του διαμερίσματος τα γόνατά της δεν την κρατούσαν τόσο γερά και ο ιδρώτας έτρεχε στο μέτωπό της. Φτύπησε το κουδούνι ψελλίζοντας με κλειστά μάτια ένα εδάφιο από τη Γραφή. Καμιά αντίδραση. Φτύπησε ξανά. Κανείς. Έκανε μεταβολή κι έφυγε τρέχοντας σχεδόν. Η δεύτερη μέρα ήταν η επόμενη Σετάρτη. Γύρω στις δέκα το πρωί αυτή τη φορά. Η αγωνία της είχε μετριαστεί κάπως κι ένιωθε πιο δυνατή, πιο βέβαιη. Δεν είχε πάψει να προσεύχεται φυσικά. Μάλ
Less